- φιλοξενώ
- φιλοξενῶ, -έω, ΝΜΑ [φιλόξενος]υποδέχομαι και περιποιούμαι έναν ξένο στην πατρίδα μου ή στον τόπο μου και, ιδίως, στο σπίτι μου (α. «τους μαθητές από το εξωτερικό τούς φιλοξένησε ο δάσκαλος τού χωριού» β. «τοὺς ἑταίρους ἐφιλοξένησεν», Ευστ.)νεοελλ.1. παρέχω σε κάποιον δωρεάν τόπο διαμονής2. παρέχω άσυλο, καταφύγιο, περιθάλπω3. (για εφημερίδα, περιοδικό ή άλλο έντυπο) δημοσιεύω δωρεάν («το περιοδικό φιλοξενεί στις σελίδες του τις απόψεις πολλών αναγνωστών»)4. (για φυλακή ή άλλο ίδρυμα) κρατώ έγκλειστο, σε περιορισμό («οι φύλακες φιλοξενούν περισσότερους κρατουμένους από όσους θα έπρεπε»)5. (για χώρα ή πόλη) χρησιμεύω ως τόπος ολιγοήμερης, συνήθως, παραμονής («η Αθήνα θα φιλοξενήσει για λίγες μέρες τον πρόεδρο τής Γαλλίας»)αρχ.αγαπώ τα ξένα ήθη, τους ξενικούς τρόπους.
Dictionary of Greek. 2013.